κινητική

κινητική
η кинетика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κινητική" в других словарях:

  • κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) …   Dictionary of Greek

  • κινητική — η κλάδος της μηχανικής που εξετάζει την κίνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινητικῇ — κῑνητικῇ , κινητικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητική — κῑνητική , κινητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητική ενέργεια — Η ενέργεια την οποία αποκτά ένα υλικό σώμα εξαιτίας της κίνησής του. Η ενέργεια αυτή είναι ίση με το μισό του γινομένου της μάζας του σώματος επί το τετράγωνο της ταχύτητάς του δηλαδή εξαρτάται μόνο από το μέτρο του διανύσματος της ταχύτητας και… …   Dictionary of Greek

  • κινητική θεωρία — Κλάδος της θεωρητικής φυσικής ο οποίος συνδυάζει την έννοια της θερμότητας ως μια μορφή ενέργειας με τη μοριακή θεωρία της χημείας και ερμηνεύει το θερμικό περιεχόμενο ενός σώματος ως την ενέργεια των κινήσεων των μορίων από τα οποία αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • κινητική τέχνη — Πειραματικό καλλιτεχνικό ρεύμα του 20ού αι. το οποίο επεδίωξε να διερευνήσει την κίνηση (και την ψευδαίσθηση κίνησης) στον χώρο με εικαστικά μέσα. Ως δημιουργικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν μηχανές και διάφορα ελαφρά αντικείμενα σε πραγματική κίνηση.… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»